νυγμούς

νυγμούς
νυγμός
pricking sensation
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επινύσσω — ἐπινύσσω (AM) κεντώ, προκαλώ νυγμούς πάνω στην επιφάνεια («ἐπινύσσοντες πόνοι», Γαλην.) …   Dictionary of Greek

  • κεντώ — άω (ΑΜ κεντῶ, έω) 1. (για έντομα) κεντρίζω, κεντρώνω, τσιμπώ («μέ κέντησε μια μέλισσα») 2. ερεθίζω κάποιον για να προβεί σε μια ενέργεια, αναγκάζω το άλογο να προχωρήσει, σπιρουνίζω («τη φοράδα κτύπα, κέντησον, φύγε», Κάλβ.) νεοελλ. 1. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • λεϊσμανίαση — Βλ. λ. λεϊσμάνια. * * * η ιατρ. παρασίτωση, κοινή στον άνθρωπο και στα ζώα, οφειλόμενη σε πρωτόζωο τού γένους λεϊσμανία, η οποία μεταδίδεται από τους σκύλους και από ορισμένα τρωκτικά με νυγμούς τού εντόμου φλεβοτόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ …   Dictionary of Greek

  • μουδιάζω — και μουδιώ και μουδιάω (Μ μουδιάζω) υφίσταμαι αιμωδία, αισθάνομαι ελαφρούς νυγμούς και νιώθω παροδική αναισθησία σε μέλος τού σώματος ή σε ολόκληρο το σώμα (α. «μούδιασαν τα δόντια μου από το παγωτό» β. «μουδιάζουν τα πόδια μου από την ακινησία») …   Dictionary of Greek

  • νυγματώδης — νυγματώδης, ῶδες (Α) [νύγμα] 1. αυτός που μοιάζει με νύγμα («ἡ τῆς καρδίας πήδησις πυκνὴ καὶ νυγματώδης», Αριστοτ.) 2. αυτός που προκαλεί νυγμό, που κεντά, που τσιμπά ή αυτός που εκδηλώνεται με τσίμπημα, με κέντρισμα («νυγματώδης πόνος»). επίρρ …   Dictionary of Greek

  • τουλαραιμία — η, Ν ιατρ. οξεία λοιμώδης ανθρωποζωονόσος οφειλόμενη στο βακτήριο Francisella tularensis και είναι κυρίως νόσος τών τρωκτικών, και ειδικότερα τού λαγού, από τα οποία μεταδίδεται με άμεση επαφή ή με τους νυγμούς οίστρων και κροτώνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο …   Dictionary of Greek

  • τρομβιδίαση — η, Ν 1. ιατρ. κνιδωτικό εξάνθημα που εμφανίζεται απότομα σε διάφορα σημεία τού σώματος, κυρίως τους μήνες τού θέρους και τού φθινοπώρου, και οφείλεται σε νυγμούς τών νυμφών τού ακάρεος Trombicula automnalis 2. (κτην.) ερυθηματώδεις εκδηλώσεις που …   Dictionary of Greek

  • τρυπανοσωμίαση — η, Ν 1. (ιατρ. κτην.) γενική ονομασία πρωτοζωικών παρασιτικών νόσων που προκαλούνται από τρυπανοσώματα 2. φρ. α) «αμερικανική τρυπανοσωμίαση» ιατρ. τρυπανοσωμίαση που προσβάλλει πολλά εκατομμύρια Νοτιοαμερικανών και οφείλεται στο Trypanosoma… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”